Ἐμμανουήλ

Ἐμμανουήλ
Ἐμμανουήλ, ὁ indecl. (עִמָּנוּ אֵל Is 7:14; 8:8 both Mt; Is 7:14 LXX; TestSol; GrBar 4:15 (Christ). Greek Christians spell it Ἐμμανουήλ: Recueil des inscriptions grecques chrétiennes d’Égypte, ed. GLefebvre 1907, 214; 222; POxy 1162, 14 [IV A.D.]; PUps 8 verso) Emmanuel. In a quot. of Is 7:14 applied to Jesus Mt 1:23 and defined as μεθʼ ἡμῶν ὁ θεός God w. us.—HWildberger, Jesaja I, ’72, 263 (lit.); BHHW II 761. DDD ‘Emmanuel’ 572f.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εμμανουήλ — I Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ Παππά, δήμος — Νέος δήμος (11.789 κάτ.) του νομού Σερρών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Πνεύματος, Δαφνουδίου, Εμμανουήλ Παππά, Μετάλλων, Νέου Σουλίου, Πενταπόλεως, Τούμπας και Χρυσού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ Παππάς — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 1.121 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται Α της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εμμανουήλ Παππά …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Χαλκιδική. Υπήρξε από τους πρώτους που προσχώρησαν στην Επανάσταση. Αρχικά πολέμησε στη Μακεδονία και, μετά την καταστολή του κινήματος εκεί, πολέμησε ως οπλαρχηγός στη Στερεά Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Καίσαρ — (1904 – 1970). Ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γνώση της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής γλώσσας τον βοήθησε να μελετήσει τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Αρχικά εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σαντορίνης Εμμανουήλ Λιγνού — Το Λαογραφικό Μουσείο Σαντορίνης ιδρύθηκε το 1974 από το δικηγόρο και δημοσιογράφο Εμμανουήλ Α. Λιγνό. Η συλλογή του στεγάζεται σε ένα υπόσκαφο σπίτι που χτίστηκε το 1861. Τα αντικείμενα που αποτελούν αυτή τη συλλογή εκτίθενται στους έξι… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Εμμανουήλ Τζάνες — (Ρέθυμνο 1610 – Βενετία 1690). Λόγιος κληρικός, ποιητής και ζωγράφος. Στο Ρέθυμνο πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής. Έπειτα πήγε στην Κεφαλονιά, Κέρκυρα και, τέλος, στη Βενετία όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1659 διορίστηκε εφημέριος του εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1791 – Ναύπλιο 1863). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Το 1814 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Ήταν φιλομαθέστατος, γνώριζε ξένες γλώσσες και μελετούσε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Μυήθηκε στη Φιλική …   Dictionary of Greek

  • Κριαράς, Εμμανουήλ — (Πειραιάς 1906 –). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε μαθήματα βυζαντινολογίας στο Μόναχο. Επίσης, πραγματοποίησε σπουδές συγκριτικής γραμματολογίας, νεοελληνικής γλώσσας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”